- υδατανθρακοφόρος
- η, Ν(ενν. άμαξα) σιδηροδρομικό όχημα, εξάρτημα τής ατμομηχανής, το οποίο μετέφερε το νερό και τους γαιάνθρακες που ήταν απαραίτητοι για τη λειτουργία της.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + άνθρακας + -φόρος* (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.